Ερωτικό
Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρείς είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Eίτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος
Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’ άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσ’ στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ’ το παραθυρό σου
Το προσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα
Σχέδιο για ένα Δημοτικό τραγούδι
Ένα παιδί τριανταφυλλί
ήρθε μου πήρε το φιλί
κι έγινε δέντρο αμάραντο
μεσ’ στη παρθένα πλάση.
Δεν τη γνωρίζω την ιτιά από την πέρα όχθη,
δεν την ανάβω τη φωτιά σ’ απρόσιτη κορφή.
Λυθήκανε τα χέρια μου, λύγισε το κορμί μου,
εκεί που δέντρο ατίθασο σκύβει για να λουστεί.
Εκεί που η νύχτα χάνεται μεσ’ στ’ ουρανού τα δάση,
εκεί που εσύ περίμενες τ’ άστρο σου να σβηστεί.
Ποιος θα μπορούσε να το πει
πως ήμουν ήλιος το πρωί
και μια φωτιά τη Δύση.
Το ποτάμι
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζούνε δυο μικρά παιδιά
Τόνα βλέπει δεν ακούει
Τ’ άλλο ακούει μα δε βλέπει
Και τα δυο ξέρουν πως πρέπει
Να ‘χουν μόνο μια καρδιά
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Τα παιδιά μένουν παιδιά
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Και τη θάλασσα ποτίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζει μια δύστυχη τρελή
Π’ αγαπούσε ένα πουλί
Το παιδί που δεν ακούει
Της σκοτώνει το πουλί
Κι από τότες δε γνωρίζει
Πως την βλέπει το ποτάμι
Σαν γυναίκα ή σαν πουλί;
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Κι απ’ τη θλίψη ξεχειλίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζούσ’ ο κύριος Δικαστής
Κυνηγούσε τα θηρία
Κι αγαπούσε μια Κυρία
Ώς την ώρα που η τρελή
Πνίγει την μικρή Κυρία
Που τη νόμισε παιδί
Κ’ έτσι ο Δικαστής μονάχος
Προτιμά να σκοτωθεί
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Θάψανε το Δικαστή
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Και την πίκρα μου ποτίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζει μια νύφη ερημική
Που σαν τέλειωσεν ο γάμος
Έφυγε ο γαμπρός το βράδυ
Και δεν ήρθε την αυγή
Έτσι η νύφη στολισμένη
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Έγινε κι αυτή κραυγή
Παιδί της γης
Παιδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι που σε φαντάζομαι
Σαν αστραπή
Μπλέκω τα δάκτυλα
Κλείνω τα μάτια μου
Και σ’ ονομάζω Μουσική
“Δεν σε πληγώνω αφέντη μου
Φιλιά σου δίνω”
Παδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι όπως μεσ’ στη θύμηση
Θυμίζεις τ’ όνειρό σου
Βγαίνουν μορφές πιο δυνατές
Κι απ΄την μορφή του Χάρου
“Δεν σε πληγώνω αφέντη μου
Φιλιά σου δίνω”
Παδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι που σε φαντάζομαι
Με τη φλογέρα και τον αητό
Στον ώμο σου
Χαράζεις μια τον Θάνατο
Και τον γυρνάς σε ωραίο σκοπό
Κρίση
Κρίση την είπαν την στιγμή
σαν εκοιμήθης πλάι μου με χάρη,
την ώρα που ξεχύθηκαν μ’ ορμή
χίλια πουλιά να σκίσουν το φεγγάρι.
Κρίση την είπαν την πηγή
που πάνε τ’ άστρα να λουστούν το βράδυ,
να πιουν νερό να χτενιστούν στη γη
και να πλαγιάσουν στης αυλής μου το πηγάδι.
Κρίση την είπαν την ορμή
που φτιάχνει η αγάπη μέσα στο λιβάδι
κι η αναπνοή σου γίνεται στιγμή
που μ’ ακουμπά τ’ αγέρι του Θεού σαν χάδι.
Στον Οδυσσέα Ελύτη
Ό,τι χάραζε σε στίχους τάπαιρνε
η θάλασσα πούχε στα χέρια του.
Ό,τι ζωγράφιζαν τα χείλη του
τάσβηνε ο ουρανός πούχε στα μάτια του
κι έτσι δεν μπόρεσε να δει αν έπρεπε
να παραμείνει Αττικός ή Αιγαιοπελαγίτης.
Στον Γιώργο Σεφέρη
Από τη Μικρασία μετά την καταστροφή,
ένας αστός ξεκίνησε με μια βαλίτσα
αναμνήσεων στο χέρι, γύρισε χώρες μακρινές
και πολιτείες άγνωστες, μάζεψε ακριβό υλικό
και συνταγές, μέτρα, ρυθμούς και χρώματα
και τέλος γύρισε στη χώρα του, έχτισε με τα χέρια του
σπίτι σημερινό κι ελληνικό, εμπήκε μέσα, κλείδωσε
και από τότε πια κανείς δεν τον συνάντησε στην αγορά.
Στον Νίκο Γκάτσο
Η γη καθώς τον γέννησε,
τον στόλισε πράσινα φύλλα της ιτιάς,
του έλατου και της ελιάς.
Μα η σκέψη του τον βύθισε
στης πολιτείας την άσφαλτο
κ’ έγινε πέτρα αρχαϊκή
στη μνήμη των εφήβων.
Ένα κορίτσι λυγερό
Ένα κορίτσι λυγερό
φεγγαροχτυπημένο,
με ζουρνά ξετρελαμένο.
Μεθά χορεύει και πηδά
πάνω από νέφη και φωτιές,
τον ερχομό του τραγουδά
μέσα σε δάση από ιτιές.
Το κορίτσι θα τον φέρει
σ’ άγνωστα λημέρια
να χτυπήσει θάλασσες,
να καρφώσει αστέρια.
Ιδιωτική στιγμή
Ένας παπάς
από τ’ αντικρυνό παράθυρο
κοιτάζει που κοιμάμαι.
Θέλει να διαπιστώσει
πού έχω τα χέρια μου,
πάνω ή κάτω από το προσκεφάλι.
Ένας αστυνόμος
από τ’ αντικρυνό παράθυρο
μ’ επιμονή παρατηρεί τον ύπνο μου.
Θέλει να διαπιστώσει
αν γέρνω αριστερά, αν γέρνω δεξιά.
Ένα παιδί
από τ’ αντικρυνό παράθυρο
με βλέπει μ’ απορία να κοιμάμαι.
Θέλει να διαπιστώσει
αν είμαι δράκος
για Θεός ή ένα πουλί
που τραγουδά περίεργα τραγούδια.
Εγώ μέσ’ απ’ τον ύπνο μου
τους βλέπω και χαμογελώ,
γιατί ο παπάς δεν μ’ αναγνώρισε
πως είμαι ο Χριστός κι έχω
τα χέρια μου στο στήθος σταυρωμένα.
Γιατί ο αστυνόμος δεν γνωρίζει
πως ειδικά γι αυτόν είμαι αξιωματικός
και το παιδί ούτε καν μπόρεσε
να φανταστεί πως είμαι ο ποιητής.
Τα ποιήματα του Μάνου Χατζιδάκι είναι από τη συλλογή “Μυθολογία”, (1966) και μελοποιήθηκαν από τον Νότη Μαυρουδή στον δίσκο του “Παιδί της γης” με ερμηνευτές την Αρλέτα, τον Ηλία Λιούγκο και τον ίδιο τον Χατζιδάκι σε ένα τραγούδι.(Χρονολογία α’ έκδοσης δίσκου, 1977, επιμέλεια επανέκδοσης Γ. Τσάμπρας, 1995, Lyra)
Το κοιμητήριο της Παιανίας είναι σαν Κεραμεικός.
Θέλω να πω έχει τη συγρατημένη θλίψη το φως του τον επιτυμβίων. Ο Μάνος κοιμάται δίπλα στη Φλέρη Νταντωνάκη, με μιά μοναχική ελιά και μιά πλάκα επιτύμβια με σταυρό. Πριν τον βρω ρώτησα τον εργάτη, έρχονται πολλοί, μου λέει. Στον ίδιο τόπο ο Στέφανος νεκρός να ιδρώνει πριν ένα χρόνο…Μου το επισήμαναν απόψε. Τα ποιήματα του Μάνου ασχολίαστα. Ε, όχι ρε μάγκες. Ξανά και ξανά, όπως όταν ο Μάνος τράβαγε το πιάνο αντί για την καρέκλα του και άρχιζε τις πρώτες νότε του Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι κι ο παράδεισος γινόταν απτός…
Τον λατρεύω.
Τώρα θα αντιγράψω την ” Κρίση” στο Φόρουμ, στην σελίδα που έχω ανοίξει για ερωτικά ποιήματα.
Τον λατρεύω μαζύ με τον Στρίντμπεργκ και την Μαρία Κάλλας. Όταν τον ακούω ή τον τραγουδώ, συνέρχομαι.
Ο Μάνος έγινε ο Μάνος μας,ο γυιος,ο αδελφός,ο μέντορας μας.Μας συντροφεύει στα όνειρα μας ,σβήνοντας τίς λάσπες της ημμέρας.Είμαστε τυχεροί που στα χρόνια μας βιώσαμε την προσωπικότητα του ,γιατί ο Μάνος είναι ο σωκράτης της εποχής μας και η Ελληνική πολιτεία του πρόσφερε πολλές φορές το κώνειο.Προτείνω να σώσουμε όλοι εμείς το αρχείο του στον βιομηχανικό χώρο που ήθελε ,προσφέροντας τον οβολό μας.Τότε ίσως νοιώσει και ο ίδιος ευτυχής και φύγει η θλίψει από τα ονειροπόλα νμάτια του.