
Για τον Γιώργο Μακρή γράφουν οι Αλέξης Ακριθάκης και Μίλτος Σαχτούρης, ακολουθεί μικρό ανθoλόγιο ποιημάτων του. Επιμέλεια και επιλογή Νίκος Λέκκας
Αλέξης Ακριθάκης
[…] Στα πρώτα μου βήματα μ’ επηρέασαν βαθιά ο Μιρό, ο Φερνάν Λεζέ. Όμως, τις κυριότερες επιδράσεις μου τις είχα από λογοτέχνες. Στο καιρό του Πάλι, άνοιξαν τα μάτια μου. Έμαθα να «διαβάζω» ένα γεγονός και να το μεταφέρω μέσα από χρώματα. Σημαντικό ρόλο, στα πρώτα βήματα της καλλιτεχνικής διαδρομής, έπαιξαν ο Κώστας Ταχτσής, Ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Τάσος Δενέγρης, ο Σπύρος Μεϊμάρης και ο Γιώργος Μακρής. Ειδικά για τον Μακρή, ήθελα να πω, ότι έπαιξε τον πιο δυνατό, το πιο καταλυτικό ρόλο επάνω μου. Ήταν ένας άνθρωπος με πολλές αρνητικές και θετικές επιδράσεις πάνω μου. Κατάφερα και κράτησα τις θετικές και είδα τις αρνητικές μέσα από ένα δικό μου, πολύ «προσωπικό» μάτι. […]
[…] Ο Γιώργος Μακρής υπήρξε ο μεγαλύτερος δάσκαλος μου. Γιατί σαν φιλόσοφος που ήταν. Μου έμαθε, ότι η ζωγραφική δεν είναι γνώση αλλά παρατήρηση της ζωής μέσα από ένα ελεύθερο τρόπο ζωής. Κι όταν λέμε «ελεύθερο» εννοούμε όλα τα πράγματα της ζωής, όλες τις έννοιες. Όλες τις πτυχές. […]
είναι δύσκολο να γράψεις για ένα φίλο που έφυγε πριν δέκα πέντε χρόνια. Κι η δυσκολία δεν είναι στην ίδια την γραφή. Αλλά στον κίνδυνο που υπάρχει να μειώσεις την ακτινοβολία, της ζωής του και το μεγαλείο της φυγής του. Vive la Fuite!
Περνώντας ακόμη τώρα, από τις ίδιες γειτονιές, μπρός από τα ίδια καφενεία που πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, άθελά μου τον ψάχνω.
Ήτανε αυτός που, πέρα από τους καλούς ή κακούς επηρεασμούς που μπορεί να είχε σ’ έναν έφηβο της γενιάς του 60, μού έμάθε το πιο βασικό στην ζωή: Ζωγραφική. Να βλέπω και όχι να ζωγραφίζω- κι έτσι ζωγράφισα, έζησα, ζωγραφίζω.
Τον ευχαριστώ.
Κηφισιά 8 Νοεμβρίου 1983.
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ
Μνήμη Γιώργου Μακρή
Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
Κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
Όμως ή καρδιά μου ήταν πιο κοντά
Στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
Στους μεγάλους απεριόριστους τρελλούς
Κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους
Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
Ο φίλος μου Γιώργος Μακρής άνοιξε ένα
Μικρό κατάστημα με ψιλικά
Πελάτες του είναι όλοι όσοι σ’ αυτό τον κόσμο
Τον βασάνισαν
Πελάτες του δεν είναι όσοι αυτός βασάνισε-
Δικάστηκε
Κι έχει αθωωθεί.
Ποιήματα του Γιώργου Μακρή
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ
Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
Με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
Κι ολλούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
Κι σ’ όλους με τους έρωτες αυτής αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο κι δεν είμάστε τίποτα απ
Αυτόν τον κόσμο
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους
ΕΡΑΣΤΕΣ
Περάσανε οι ώρες του γοργά
Και φύγαν οι εραστές θλιμμένοι
Με βήματα επίσημα κι αργά
Και καμπαρντίνα κουμπωμένη.
Και λυπηθήκαμε τους εραστές
Με το μικρό στο τόπο πήγαιν’ έλα τους
Να νείρονται αγκαλιές ζεστές
Σκαλίζοντας τη γη με την ομπρέλα τους.
ΑΠΛΟ ΑΠΟΓΕΜΑΤΙΝΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
1
Πάψετε πια να μελετάτε τις παλάμες σας
Σε μουσκεμένες φυλλωσιές τρυπώνοντας τα σκέλια σας.
Τα νύχια σας μακρύναν
Κόφτε τα
Τα γένεια σας, σας κάνουν άσκημο
Κανένας Δε μας τα’ Πε αυτά ούτε τα σκέφτηκε.
Κολλήσαμε τα μάτια στα τζαμόφυλλα.
Αυτή η παρέα των εργατών του απογεύματος
Βουλιάζοντας τα πέτσινα στιβάλια
Με πρόκες στη γρασιδιασμένη λάσπη
Τραβάει το δρόμο των στύλων του τηλέγραφου
Το δρόμο των συρμάτων του τηλέγραφου
Ανυποψίαστα το δρόμο τα’ ουρανού.
Τη νύχτα Δε βλέπεις τίποτα
Άμα σταθείς βουίζει σαν κόρο με κακές διαθέσεις
Άμα γαβγίζουν και σκυλιά, φοβάσαι κιόλας
Όπως προχτές στις καλαμιές τι ιστορία!
2
ένας καθολικός παπάς
του τάγματος του άγιου Φραγκίσκου
κόβει παπαρούνες…
σήμερα αναπνέει περίφημα
θα ‘ θελε να λερώσει το ράσο του
να χαϊδέψει ένα πρόβατο
να ερωτευθεί
κόβει παπαρούνες αγνοώντας τον πειρασμό
νομίζει πως τον παρακολουθούν και όλο γυρίζει το κεφάλι
Personne!
«Η θέα είναι ευχάριστη, περίφημη μπορώ να πω
και ως οικόπεδο, περίφημο μπορώ να πω»,
έλεγε ο μεσίτης.
Η μαμά μας Δε μας κατάλαβε ποτέ
Είναι μια ξένη
Κι όταν κλαίγαμε μικροί στα ταξίδια μας
Μας έλεγαν «κοίτα τη θάλασσα, κοίτα τα δέντρα
Και κοίτα το παιδάκι που γελάει.
«Ακατανόητο ετούτο το παιδί» έλεγαν μεταξύ τους.
Ακατανόητοι, ακατανόητοι, ακατανόητοι,
Από πείσμα μείναμε μόνοι.
Πάψετε πιά να θολώνετε τα μάτια σας
Μην κάνετε ρυτίδες σας κάνουν άσκημο
Κανένας Δε μας τα Πε αυτά ούτε τα σκέφτηκε
Ποιος θέλατε να μας τα πει.
ΩΡΑΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΡΗ ΑΝΝΑ
Γιατί να τραβάνε όλα σε μήκος
Παράλληλα με θύμησες που λικνίζονται στο καπνό
Παράλληλα με προκυμαίες που αποχαιρετούν το φως
Στα ηρεμισμένα ιστία καραβιών
Ξεναγεννώντας τη δυσδαιμονία των καπετάνιων τους.
Παράλληλα με αήττητες προσόψεις σπιτιών
Σε δρόμους βουλιαγμένους στην ακινησία τους…
Γιατί να συνταυτίζουμε τη μορφή της Άννας
Με χίλια διαβατάρικα συμβάντα
Στην καρδιά του χειμώνα και στις γαλήνιες πεδιάδες
Στις ώρες που ο ύπνος μας φυσάει
Μέσα στ’ αυτί σύννεφα ασυνάρτητα μ’ ένα κέρας
Και στις στιγμές που σε υπερένταση χλωμή
Ζούμε στα οδυνηρά τεντώματα ενός ακκορντεόν
Στις νευρικές αγωνίες των μουσικών δαχτύλων
Και οι μαυρισμένοι κύκλοι των ματιών μας
Συναγωνίζονται τη ράβδο του τυφλού.
Τότε περνάει η όμορφη η Άννα η φαρμακερή
Φαρμακερά ωραία χείλη, μάτια φαρμακερά
Και μας σκοτώνει θηλάζοντας μας μ ένα φαρμακερό
Στήθος
Συνθλιβοντάς μας σαν άπραγα αλογάκια της Παναγίας
Και σβήνει γεμίζοντας ήλιο τα ρουθούνια της,
Πατώντας με φαρμακερό γατίσιο βήμα
Σφίγγοντας τα νύχια στη φούχτα που θέλουμε να φιλήσουμε.
Εξαφανισθείτε πιά για πάντα κι ελάτε πάλι αμέσως.
Τι θα γίνουμε!
Ωραία φαρμακερή Άννα, συνυφασμένη με το κάθε τι.
ΑΠΟΣΤΑΣΗ
Πνιγόντουσαν τα λόγια σπρώχνοντας
Μια πέτρα στο στόμιο της πηγής τους
Κι οι δαυλοφόροι μέσα στο προαύλιο
Πρέπει να είχαν σβήσει τους δαυλούς τους
Από φόβο
Μήπως το φως γίνει στο τέλος η αιτία…
Κι οι δαυλοφόροι ήτανε πάντα ανύπαρχτοι
Ούτε προαύλιο ξέρουμε να υπάρχει.
Όμως υπήρχε φως και κάποιος φύσηξε την φλόγα
Ίσως οι δαυλοφόροι που κοιμήθηκαν
Είμαστε πάντα εκεί
Που από πάνω κρέμεται το κινητό σκοτάδι
Εκεί που οι διαστάσεις πρέπει να συγχέονται
Και αμφιβάλλουμε αλήθεια αν είναι υπαρκτές
Είμαστε πάντα εκεί
Που από πάνω κρέμεται το κινητό σκοτάδι
Εκεί που οι διαστάσεις πρέπει να συγχέονται
Και αμφιβάλλουμε αλήθεια αν είναι υπαρκτές.
Είμαστε πάντα εκεί
Που ζουν οι αιώνιοι άνεμοι και οι θάλασσες οι φιλικές
Ο αγώνας τους και μεις για να παρατηρούμε.
Έχουμε την απόλαύση του θεάματος
Μιας κινητής σειράς μεταλλικών ράμφων
Όπου αέναα τον άνεμο δολοφονούν
Κι αυτός πάντα προτάσσει εν’ άλλο στήθος.
Οι νυχτερινές θάλασσες φοράνε την πρωινή
Μάσκα της καλοσύνης..
Η ημερήσιες θάλασσες φοράνε τη νυχτερινή
Μάσκα της κακίας.
Και μεις στη γέφυρα του τρίτου ποταμού
Που το πρωί στις όχτες του ξερνιούνται οι πνιγμένοι
Δεν είδαμε ποτέ το πρόσωπό τους.
Ούτε και τα δικά μας πρόσωπα δεν ξέρουμε καλά
Ούτε να τα μαντεύσουμε μπορούμε^
Όσο και αν σφίξουμε τα χέρια μας χωρίζει
Τις επιφάνειες μιας ποσότητα ανέμου
Οι δαυλοφόροι έπεσαν να κοιμηθούν γι αυτό το λόγο
Και μεις γυρίζουμε την πλάτη σε κάθε μια πνοή φωτός
Ή και χαμογελάμε…
Και κάθε νύχτα ρίχνουμε μια πέτρα στο βυθό
Και κάθε νύχτα τραγουδάμε μια κοπέλα
Που πνίγηκε μέσα σ’ έναν καθρέφτη.
Κι όταν γεμίσει η θάλασσα από πέτρες
Ή ο αέρας πήξει σ’ έναν ήχο
Πάλι δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Ο βασιλιάς ψιθύρισε όλη νύχτα
Προσευχές και κατά το πρωί
κατεβαίνοντας ο μέγας καρδινάλιος
μπαίνοντας πρώτος στο κελί γιατί έτσι πρέπει
είπε:
«Μεγαλειότατέ μου, με αηδία
βλέπω πως το κεφάλι σας κούρεψαν^
με θάρρος κατεβήτε αυτά τα σκαλοπάτια
κι αν ο Λαός σας, Θεός σας σχωρέσει με, σας βρίσει
τα θεία μαρτυρικά σας μάτια ας ευδοκήσουν
να με κοιτάνε πίσω απ’ την κρεμάλα,
η να μιλούνε στο γαλάζιο του ουρανού.
Σεπτέ Μονάρχη, εγώ λυπάμαι… Να’ μια κλαίω.
Είμαι πιστός κι αυτό το χώμα
Όπου πατήσατε, για μένα αγιοσύνης
Μύρα για πάντα από πυξίδα θα σκορπά»
Ακολούθως
Μπήκαν οι δήμιοι με μάσκες και κυλόττες
Οι αυλικοί το χέρι θα φιλήσουν
Κι ο τελετάρχης της επιτροπής των θανατώσεων…
Τον βασιλιά τον κρέμασαν, κι αυτό
Τη συνοδεία τυμπάνων από δέρμα.
Έβραζε ο όχλος με βουητό που λεει
Πάντ’ από πριν τη μέλλουσα ιστορία
Η διαδικασία παρετηρήθη
Κι από τα μάτια της επιτροπής
Τα θριαμβευτικά και φοβισμένα
Από τη δυσδαιμονία των οιωνών.
ΑΚΗ
Κοιτάζοντας τα σύρματα χωρίς πουλιά
Τα χερούλια της πόρτας
Χωρίς δισταχτικά χέρια-
Θυμόμαστε τα’ απλά σας πατήματα
Στο βρεμένο χώμα
Ύστερα από το θέατρο
Τα όχι αγνά σας μάτια
Ύστερα από τη μουσική
Το μεσημέρι.
Κοιτάζοντας το σύννεφο
Χωρίς θυμό
Το σπίτι του σκύλου
Χωρίς σκύλο
Καταπίνουμε την περηφάνεια μας
Την αδεξιότητά μας
Φωνάζοντας το όνομά σας το πρωί
Περνώντας μεσ’ απ τις εικόνες σας
Το βράδυ…
Αγαπώντας, μισώντας
Με χαρά με λύσσα
Κατά τα’ άλλα είμαστε οι ίδιοι
Φορώντας όλη μέρα ένα ρούχο
Με κόκκινα κουμπιά
Με τσέπες φαρδιές
Με μαλλιά σκονισμένα
Τρέχοντας να χαϊδέψουμε
Σκυλιά.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Είμαστε τα κορίτσια που κουράστηκαν
Να γελούν και να αμύνονται.
Είμαστε οι ρίζες των δέντρων ου ξάπλωσαν
Ο αέρας που κουνούσε πάνω τους τα φύλλα/
Άδειοι στρατώνες οι ψυχές μας, μυρίζουν
Το φθινόπωρο περ’ απ’ το δάσος.
Η βροχή μυρίζει, τα φύλλα μυρίζουν
Η γη μυρίζει.
Οι νέοι άνθρωποι φεύγουν
Τα παραθυρόφυλλα κλείνουν.
Μπαίνουν τα γυναικεία ποδήλατα
Στην αποθήκη,
Το άλλο καλοκαίρι θα ευθυμήσουμε.
Είμαστε οι άνθρωποι που έμειναν
Είναι κι αυτό κάτι.
Τι μαρτυρική ψυχή ζει το καλοκαίρι!
Ποιος δεν το ευχήθηκε να γίνει αστραπή.
Φέτο ασχοληθήκαμε με το τι θα πει
Να χτύπας γροθιά στο μαχαίρι.
Φέτο ανακαλύψαμε ένα νέο χέρι
Μπήκαμε στο σχήμα του με μια προσευχή.
Το χαμένο νόημα που ‘ χει η βροχή
Η ψυχή μας έμαθε να ξέρει.
ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ
Σάμπως τα κλίματα πια Δε μας αγαπούν
Κρύωσε μες στα βλέφαρα το βλέμμα
Τα’ αγαπημένα δέντρα Δε μπορούν να πουν
Θροΐζοντας το λυπημένο ψέμα.
Σάμπως να γίναμε λιγάκι βαρετοί
Στους ανθρώπους, στενέψανε οι τόποι^
Είναι που κρύωσε ο καιρός σαν αρετή
Και θέλουνε να κλάψουν οι άνθρωποι
Σάμπως θα βρέξει απόψε στην ψυχή^
Κοιτάτε των πουλιών τη λιτανεία.
Είν’ επικίνδυνη, ξέρετε, η βροχή.
Να πάρετε μια εσάρπα, Ουρανία!
Σάμπως θα φύγουμε αύριο την αυγή.
Θα θέλατε να πάρουμε το πλοίο;
Θα αποχαιρετούσαμε τη γη
Στης θάλασσας το πράο μεγαλείο.
Θα’ ταν ωραίο να’ χα δύο φτερά ,
Να τα’ άπλωνα κι ας μην πετάξω
Σαν θα ρθουν τα λυπητερά
Θα βρω μαξιλάρι για να κλάψω;
ΣΤΙΣ ΠΝΙΓΜΕΝΕΣ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΩΣ
Έτσι γυμνή απ’ όνειρα
Και με βρεγμένα τα σφυρά
Μ’ επιδερμίδα κίτρινη
Πλέει η πνιγμένη Μόνα
Την σέρνουν τα νερά γλυφά
Πολύ μακριά απ’ τα σύννεφα
Μακρύτ’ απ’ τις εποχές
Με δυό χελιδονόψαρα
Στα βλέφαρά της τα κλειστά.
Έχασε τα σαντάλια της
Τα σκοίνινα της εκδρομής
Έχασε και την αίσθηση
Του χρόνου, ούτε χρώματα
Ούτε χαμόγελα Θεών
Πικρά σαν τα’ άγια χώματα
Ούτε γλυκοφιλήματα
Στον κήπο με τα κλήματα
Στα βλέφαρά της τα κλειστά
Έχασε και το σχήμα της
Η Μόνα, την ομπρέλα της
Την άφησε των αστεριών
Όταν με μύρια ψέματα
Έφυγε με τα κύματα
Με τις βαρκούλες των παιδιών
Με αμαρτία στα χείλια της
Με μυστικό στα βλέμματα
Στα βλέφαρά της τα κλειστά.
Και έφυγε η Μόνικα
Σαν τα πουλιά τα μυθικά
Βυθίστηκε ένα απόγιομα
Λησμόνησε τον ουρανό
Κι έμειναν τα φορέματα
Τα μαύρα τα μεταξωτά
Κι όλοι θυμούνται κλαίγοντας
Τις σκάλες ανεβαίνοντας
Τα βλέφαρά της κλειστά.
ΤΡΙΛΟΓΙΑ
1
Δεν ξέρω πια αν τίποτα αξίζει να κρατώ
Στην μνήμη άξιο προσοχής παλαιότερα αισθητό.
Τα δέντρα αυτής της εξοχής και τα χλωμά κλαδιά τους
Φέρνουνε καθημερινά αναίμακτους θανάτους.
Τρώγοντας κάθε απόγευμα φρούτα και χειμερινά
Εν άδειο βλέπουμε κουτί κονσέρβας ανανά
Κι είναι μια αφορμή αυτό να φέρουμε στο νου
Τις χώρες και τους φοίνικες του Ισημερινού^
Τις ιστορίες π’ ακούσαμε π’ ακούσαμε πως γίναν στην Μπατάβια
Από ‘ ναν τρίτο πλοίαρχο σε ξενικά καράβια.
Αχ! Κάθε μας περίπατος κάθε περιοδεία
Μοναχική είναι για μας ουσία από κηδεία,
Όταν γνωστοί και συγγενείς κρατώντας τα παλτά τους
Εκφράζουνε τα θλιβερά συλλυπητήριά τους.
Στην χώρα που ναι πίσω μας ολοχρονίς βαστά
Μια χλιαρή κατάσταση και μεις σαν τα παστά
Τα ψάρια ή σαν δύό κάλτσες πάνω στο σκοινί
Είμαστε πάντα αδιάφοροι, γεμάτοι υπομονή.
Κακό για μας κάνουνε ποτέ Δε θα μπορέσουν.
Αν Δε μας αγοράσουνε θα μας ξαναφορέσουν
Η σκόνη δεν κατέρχεται παρ’ άμα υψωθεί
Το ύψος μόνο θα πρέπε κανείς να φοβηθεί,
Όταν το βράδυ ακούγοντας στριγκλιές αυτοκινήτων
Κοίτα στους έκτους ορόφους των νέων ακινήτων
Ρεκλάμες με συστήματα αμερικανικά
( φάρμακα, κηλεπίδεσμοι, ζώνες, καλλυντικά).
2
Χαϊδεύοντας με δάχτυλα χλωμά τα νέα αρνιά
Κατάκτησε το μπαρ και τα ψυλά σκαμνιά,
Από να του χαμόγελο απέδρασε το βράδυ^
Πήρε στην τύχη κάνα- δυο και τα’ άλλο του κοπάδι
Τα’ άφησε στο εικόνισμα μονάχο αλλοίμονό του
Καθώς και τη χλαμύδα του, το φωτοστέφανό του
Το αργυρό αφιέρωμα, δώδεκα μαθητές του
Δώδεκα εκατομμύρια Μαγδαληνές πιστές του.
Κι έγραψε κάτι στο καρνέ «πρέπει να θυμηθώ
Πως πρέπει εγκαίρως να’ ρθω και να σταυρωθώ».
Να σε κοστούμι εξαίσια ραμμένο απ΄το φως
Κοιτάζει στο κρυστάλλινο ποτήρι ο Χριστός.
Καθώς ένας αράπης πνίγει το όργανό του
Τον πλησιάζει ο Βούδας με το κιμονό του
Και μέσα σ’ όργια μουσικής, σε μια έκταση χαζή
Ένα ποτήρι νέκταρ πίνουνε μαζί
Που το κερνάει ο Δίας πίσω από το μπάγκο
Σ αυτούς τους δυο και σ’ ένα σαλτιμπάγκο…
3
Δεν ξέρω πιά αν τίποτα αξίζει να κρατώ
Στη μνήμη άξιο προσοχής παλαιότερα αισθητό.
Αν είναι ίσως δυνατό ποτέ Δε θα υμνήσω
Τον κίνδυνο της θάλασσας, ποτέ μου Δε θα κλείσω
Το φόβο και το άφρισμα, τη διαφάνειά της
Που αγάπησα, στο στέρνο μου^ τα διαδήματαά της
Δε θα φορέσω ούτε στιγμή μα ευθύς θα τα πετώ
Και από λιθάρι πιο ψυχρός θα παρουσιαστώ
Που όλη νύχτα εθέρμαινε η σελήνη μοναχή
Για να μου δώσουν τη στερνή του κόσμου διδαχή.
Πολλές κοπέλες γέμισαν τις μέρες μου δειλά
Στις ώρες που επικίνδυνα ταξίδια τρυφηλά
Σχεδιάζοντας σαν υδρατμοί πάνω στο μέτωπό μου
Με προφυλάξεις έξυπνες σαν του μελισσοκόμου
Κρατούσα τα’ άσπρά χέρια τους και έκλεινα τα μάτια
Όπως όταν στη θάλασσα μου γέμιζαν μ’ αλάτια..
Και θα’ ταν επινόηση περίφημη το να χω
Να βάζω τις φωνές αυτές σ’ αυτό το φωνογράφο
Τώρα που ζω εξόριστα στην άδεια κάμαρά μου
Χωρίς βιβλία, κάντρα, φως και η μόνη είναι χαρά μου
Να λησμονώ εκούσια τα άδεια περασμένα
Πετώντας τα σαν γυαλικά παμπάλαια σπασμένα
Και βλέπω φίδια μισητά να αδικοσφυρίζουν
Κάτι βλέπω φίδια μισητά να αδικοσφυρίζουν
Κάτι μακάβριους γνωστούς που τα ξαναθυμίζουν.
Τώρα που κάθε απόγευμα τρώμε χειμερινά
Φρούτα καθώς κοιτάζουμε κονσέρβες ανανά
Κι είναι η ζωή μας άδεια πια όπως χώρες
Που ξηρασία ενέσκηψε σ’ αυτές και δίχως μπόρες,
Και είναι η ζωή μας άδεια πια, όπως στο σπίτι αυτό
Που το μοναδικό παιδί πολύ πολυκλαυτό
Ξεκίνησε αφήνοντας πίσω τα’ ανάστημά του
Και τα παιχνιδάκια του κρύβουν απ’ τη μαμά του.
Το κοιμισμένο μου μυαλό στα είδωλα γυρνά
Κι η νέα μορφή μου πρόωρα και άδοξα γερνά
Πίνοντας παγωμένο φως σε πιο μεγάλες δόσεις
Χείλη πρησμένα από φωνές και από φαντασιώσεις.
ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΕΣ ΩΡΕΣ
Συχνά τα μεσημέρια σε ώρες πεασμένες
Μ’ αρέσει να τρυπώνω την ψυχή μου αποπνιχτικά
Σε τρύπες σκονισμένες ανάγλυφων μαρμαροκονία
(ψηλά στις κορυφές κιόνων επιχρυσωμένων)
χύνοντας την ψυχή μου από τα μάτια τη φυσώ
με το καπνό και το συγκεχυμένο θόρυβο προς τα ψηλά.
Δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος απογνώσεως.
Μόνο ξανοίγομαι στα μάτια άσπρων γυναικών
Που τα’ όνομά στους αρχινάει από λάμδα
Και μ’ επισκέπτονται σαν αποκόμματα εφημερίδων
Σαν αντανάκλαση σπασμένων γυαλικών
Το α/π «Ακροπόλις» ‘φέρνοντας το ταχυδρομείο
Στο σπίτι της θείας Ελένης στην εξοχή
Τα βάλς του Σοπέν παιγμένα χίλιες φορές από τον Βλάση
Πολλά χορτάρια και κουνιστές πολυθρόνες
Θρυλούν τις ιστορίες των ύπνων μου. Σφυρίζοντας
Το α/π «Ακροπόλις» δέχεται το λιμάνι
Ο έρωτας, η βασανιστική ιδέα^ σε ένα αυτοκίνητο
Θα φορτώσω τα όνειρα που είδα και λησμόνησα
Για να με βασανίζουν οι αντανακλάσεις τους
Μες στο ποτήρι του ποτού.
Κάποιος διπλά λεει καλά
Για την κυρία με τα μπλε μαλλιά
Έγω ξανοίγομαι στα μάτια άσπρών γυναικών
Που τα’ όνομα τους αρχινάει από λάμδα
Οι κάλτσες του διπλώνουν πάνω από το γόνατο
Σέρνουν το σαλιωμένο δάχτυλο.
Οι γραμμές των χειλιών δείχνουν προσπάθεια παρατημένη.
Αχ τα ανά σωριασμένα σε δεμάτια
Κλεισμένα στην αποθήκη με το σκουριασμένο λουκέτο.
Μυρίζουνε γλυκά τα άγρια χόρτα κατά εποχές
Αν κάτσεις πάνω στα σανά γεμίζει όλο σου το σώμα
Εξανθήματα, μ’ αυτό δεν είναι και σπουδαίο
Θέλουμε να πάμε κει αλλοίμονο, αλοίμονο !
Με το στήθος γεμάτο βιβλία
Φωτογραφικές μηχανές κι αλληλογραφία με τη βροχή
Με γένεια μακριά και λάμπα πετρελαίου.
Και πάντα δίπλα εξακολουθεί η συζήτηση
Για την κυρία με τα μπλε μαλλιά
Και δυο κυρίες όλο γι’ αυτήν μιλούν
Και για δυο νέους που την αγαπούν.
Τρυπώνω την ψυχή μου σε τρύπες αναγλύφων
Και βλέπω από κει τα’ αυτοκίνητα στο δρόμο
Τον γκρούμ της εισόδου
Τα’ ανώνυμα κεφάλια με τις ωραίες οσμές.
ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΑΔΙΑΒΡΟΧΟ
Θα πρεπε να ναι επίτηδες βαλμένο
Ένα τυχαίο μα όμορφο γεγονός
Ένα λευκό αιθέριο γεγονός που στάθηκε για μια στιγμή
Μέσα σε μιάν αυλή οφθαλμιατρείου^
Αχ! Μέρα βροχερή, γεμάτη φοιτητές κι άσχημα χάχανα,
Ενώ δίπλα διέκρινε κανείς τους ασθενείς
Με μικρά άρρωστα μάτια γεμάτα κακία
Κακία και συμφορά στο τμήμα απόρων
Αίθουσα αναμονής
Και πάνω στο βαμμένο τοίχο οι εταζέρες
Με τα εργαλεία των γιατρών
Το μάθημα ανατομίας του καθηγητή Τούλπ
Σε μια μικρή λιθογραφία μ’ άσπρό φόντο.
Και ν α την, να την σαν επίτηδες
Τυχαία και όμορφα βαλμένο γεγονός
Άγνωστη μ’ άσπρο αδιάβροχο. Σκληρά χαρακτηριστικά
Μελαχρινά λίγο σκληρά χαρακτηριστικά
Ντυμένη σε περήφανο αλαζονικό εμβατήριο
Θυμίζοντας οδυνηρά συμβάντα παλαιότερα,
Και αρκούσε αυτό για τη δημιουργία
Κάποιας μικρής όσο κι ασήμαντης νότας
Όπως αρκεί μια πεθαμένη φύση
Με κάκτο και μπουκάλα για να καταλάβουμε
Όπως αρκεί ένα μικρό χεράκι παίζοντας
Μ’ ένα μικρό αντικείμενο ασυναισθήτως
Αχ! Μέρα βροχερή γεμάτη απ’ το κορίτσι με το άσπρο
Αδιαβρόχο.
Kαλησπέρα σας
συγχαρητηρια για το πολύ ωραίο site
τελικά αυτός ο άνθρωπος μόνο καλό έκανε
σε όσους συναναστράφηκε…
μπορεί να μην άφησε σπουδαίο έργο αλλά
επηρέασε άθελα του πολύ κόσμο να μεγαλουργήσει
νομίζω ότι είναι μια σπουδαία προσωπικότητα στο χώρο των γραμμάτων για αυτό το λόγο
άκουσε από τα χείλη γνωστού του ότι όλοι πήραν πολλά πράγματα απο κείνον ασχέτως αν δεν το παραδέχονται ή δεν γίνεται αντιληπτό..
συγχαρητήρια και πάλι για το αφιέρωμα
Μήνυμα από αναγνώστη:
θα ήθελα σας παρακαλώ να με βοηθήσετε σε μια απορία που έχω σχετικά με το ποίημά “Εμείς οι λίγοι”. Αναφέρετε στο site σας ότι είναι γραμμένο από τον Γ. Μακρή όπως και στα περισσότερα sites. Όμως πρόσφατα διάβασα ότι το έχει γράψει η Λένα Τσούχλου. Στο βιβλίο Γραπτά του Γιώργου Μακρή εκδ. Ίκαρος είναι το πρώτο ποίημά που ξεκινάει ενώ αναγράφεται στο τέλος Χειρ Γεωργίου Μακρή Πνεύμα Λένα (1950). Αν γνωρίζετε σε ποιον από τους δύο ανήκει και γιατί υπάρχει αυτή η”‘παρεξήγηση” θα σας παρακαλούσα να μου απαντήσετε.
Ευχαριστώ θερμά.
ίσως αυτό το άρθρο να βοηθάει στην απορία σου
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=540684#540906
Eπειδή συμβαίνει ο Γιώργης Μακρής να ήταν θείος μου (πρωτοξάδερφος του πατέρα μου) και να έχουμε διοργανώσει με τον αδερφό μου Γιώργο Ρούβαλη συνέδριο το 2002 στην Αθήνα και στο Ναύπλιο για αυτόν και τα γραφτά του, ενόσω ζούσε ακόμη ο Γονατάς, που μαζί με τον ξάδερφό του Μακρή Άγγελο Καράκαλο έβγαλαν τα γραφτά του στην “Εστία” και όχι στον “Ίκαρο”, έχω να πω ότι το συγκεκριμένο ποίημα είναι καταπώς το λέει ο ίδιος ο ΤΖ.Μπ.Μ (όπως υπέγραφε χαριτολογώντας), ποίημα Γ.Μ. χειρ Λένα (Τσούχλου). Όσο για το αν ήταν σπουδαία προσωπικότητα ή όχι, μπορώ μόνο να καταθέσω ότι ήταν χαρισματικός,διέθετε ευρύτατη παιδεία που την απέκτησε με χιλιάδες αναγνώσματα, τα ποιήματά του ήσαν ωραία αλλά ως ον που πέρασε από αυτή τη γη ήταν όλως διόλου ανερμάτιστος, δεν ενδιαφέρθηκε να τελειώσει τις σπουδές του στη Νομική,δεν δούλεψε ποτέ του, ξόδεψε τα λεφτά της οικογενειακής περιουσίας. Ως οικογένεια, όθεν, ευχαριστούμε το “Ποιείν” για το μικρό αφιέρωμα.
Καλησπέρα σας,
Γνωρίζετε αν το έργο του έχει δικαιώματα. Ήμουν φίλος του Γονατά και σκεφτόμουν ότι μια επανέκδοση θα ήταν πολύ χρήσιμη.
Μπράβο για το μικρό αφιέρωμα στον Γιώργη Μακρή.
Παρατηρήσεις: 1. Τα Γραπτά βγήκαν από τις εκδόσεις “Εστία” και όχι ‘Ικαρος”.
2. Το ποίημα λέει αυτό που εννοούσε ο Μακρής, δικό του “χειρ” Λένα Τσούχλου.\
3. Ως ανηψιά του (πρωτοξάδερφος του πατέρα μου Τάκη Ρούβαλη) μπορώ να καταθέσω ότι ήταν ον χαρισματικόν, απέκτησε ευρύτατη κουλτούρα από συνεχείς αναγνώσεις, τα ποιήματά του ήσαν ωραία, υπήρξε αντιρρησίας γενικώς και ειδικώς, πνεύμα ανεξάρτητο και ως ον φθαρτόν πλήρως και ολοσχερώς ανερμάτιστον. Ξόδεψε αφειδώς την οικογενειακή περιουσία, βαρέθηκε να τελειώσει την Νομική και οι έγγραφες (ως επί το πλείστον) προστριβές με τη μάνα του ήταν ένα από τα οικογενειακά και όχι μόνον θέματα.
Το 2002 διοργανώσαμε με τον αδερφό μου Γιώργο Ρούβαλη συμπόσιο στην Αθήνα και το Ναύπλιο, ενόσω ζούσε ακόμη ο Γονατάς, που μαζί με τον ξάδερφο του Μακρή Άγγελο Καράκαλο εξέδωσαν το 1986 τα Γραπτά του. Όντως επηρέασε το πνεύμα του πολύ κόσμο από τους μετέπειτα γνωστούς διανοούμενους και καλλιτέχνες. Πλην, ως προσωπικότητα, προβληματικός.
Ως προς το “ον ανερμάστιστον” της Αμαλίας Ρούβαλη για τον Γιώργο Β. Μακρή θα διαφωνήσω: ανερμάτιστος = (μτφ.) ακατάρτιστος, αδαής, αμαθής. Σίγουρα τέτοιος δεν
ήταν ο Μακρής. Οι άλλοι χαρακτηρισμοί που αναφέρονται πρέπει απʼ όσα έχω ακούσει από τον πατέρα μου, πρώτο ξάδερφό του, Πέτρο Κ. Μακρή να ανταποκρίνονται στην προσωπικότητά του. Επίσης για το ξόδεμα της οικογενειακής του περιουσίας: ε, και;
Α, δεν τέλειωσε και τη Νομική! Δηλαδή αν την τελείωνε τι θα άλλαζε;
Σαν ανηψιός του και ʽγω, που δεν τον γνώρισα από κοντά, (όπως και η Αμαλία και άλλοι φαντάζομαι) θα πω να είμαστε πιο επιφυλακτικοί στους χαρακτηρισμούς.
Απάντηση στον ξάδερφό μου Κωστή Πέτρου Μακρή, οριστικώς και αμετακλήτως.
Ξάδερφε, πρώτον, με ξάφνιασε ευχάριστα το ότι διαβάζεις το Ποιείν (εγώ, άσε, έχω την πετριά).
Δεύτερον, αυτή είναι η προσωπική μου εκτίμηση για τον Τζ.Μπ.Εμ. και έχοντας διαβάσει το σύνολο του έργου του και έχοντάς το αναλύσει και έχοντάς τον βιώσει (τον έβλεπα με τον πατέρα μου, που πλειστάκις προσπάθησε να του αλλάξει ρότα) και είμουνα στην κηδεία του, σου θυμίζω ότι είμαι μεγάλο παιδί. Απτά για τον Γιώργη Μακρή, σ’ εσένα και την οικογένεια φιλιά κι ευχές για το 2011.
Γιώργος Μακρής, Γραπτά, Εκδόσεις Εστία 1986.
Παιδιά, η συνεισφορά σας είναι πολύ σημαντική για όλους μας εδώ και σας ευχαριστούμε.
Δεν νομίζετε πως είναι καιρός για μια νέα έκδοση του συνολικού του έργου;
Όποιος ή όσοι έχουν τα πνευματικά δικαιώματα παρακαλούνται να επικοινωνήσουν μαζί μας.
Φίλε Σωτήρη, ευχαριστούμε πολύ για τα ως άνω λεχθέντα σου. Κάτι ετοιμάζουμε οικογενειακώς, εν καιρώ. Να πω μόνο ότι στην έκδοση της Εστίας βρίσκεται τα σύνολο σχεδόν των γραπτών του, ελάχιστα μείναν εκτός. Κάτι μαγειρεύουμε και οσονούπω θα φανεί, είπαμε, οικογενειακώς.
Ευχαριστείες και πολλές ευχές για σέναν, το Ποιείν και τους συνεργάτες σας για τη Νέα Χρονιά που ξεκίνησε. Πολύ φιλικά.
Α.
έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο για τον Γ.Μακρή τον οκτώμβριο του 88 κι έπαθα την πλάκα μου, με απασχόλησε για πολύ καιρό, θυμάμαι ότι είχα πάει στο σημείο που “έφυγε” κι έγραψα στον τοίχο της πολυκατοικίας στην Γαλλική που τόσο την χρησιμοποιούσε το γνωστο..jamais que nous ne somes ni si vrai… γενικά πιστεύω ότι έζησε rock πριν το rock έρθει στα μέρη μας, θα ήθελα να τον είχα συναντήσει.
To “Εμείς οι λίγοι” είναι της Λένας της Τσούχλου.
Είμαι ο γιος της Λένας και θυμάμαι όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο ,είχε έρθει ο Άγγελος ο Καράκαλος και το συζητούσαν.
“Ο Γιώργος θα κάθεται πάνω σε ένα συννεφάκι και θα έχει ξεκαρδιστεί στα γέλια” έλεγε η Λένα.
Ο Άγγελος πήγαινε να σκάσει επειδή είχαν γραφτεί κριτικές για το βιβλίο πάνω σε αυτό το ποίημα.
Αλλά μικρό το κακό σημασία είχε ότι σώθηκε ένα κομμάτι από το έργο του Μακρή.
Τον Μακρή δεν τον γνώρισα, όταν πέθανε ήμουν τριών ετών, αλλά θυμάμαι την Λένα πολλές φορές να μιλάει για τον Μακρή με θαυμασμό και αγάπη.
Έχουν περάσει 20 χρόνια από τον θάνατό της αλλά ακόμα θυμάμαι ιστορίες για τον Γιώργο και τις παρέες τους. Ιστορίες που είχα ακούσει ξανά και ξανά.
Θυμάμαι που έλεγε η Λένα :
“Μια μέρα μου είπε
– ‘Δεν βγαίνει η πασιέντζα Λένα’
Λίγο καιρό αργότερα αυτοκτόνησε. ”
Εδώ ένα σχετικό άρθρο και μία συνέντευξή :
http://freedomgreece.blogspot.gr/2014/03/blog-post_10.html
Τώρα το είδα αυτό. Αντιγράφω τη θέση μου από ένα σημείωμα που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque:
ΕΜΠΡΟΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΧΑΡΑΞΕ Ο G.B.M.!
Είναι της Λένας άραγε, είναι του Γιώργου; Τί παναπεί τίνος είναι; Τί σημασία έχει τίνος είναι; Μπορώ να φανταστώ το σκηνικό, την συνθήκη υπό την οποία γράφτηκε το περίφημο «Εμείς οι λίγοι». Σε καμμιά περίπτωση το μυαλό μου δεν πάει στο κακό, το πονηρό, σε δολιότητες κλπ. Παπάδες έγραφε ούτως ή άλλως ο Μακρής, κι’ απ’ την άλλη, ούτε που νοιάστηκε ποτές του να κάνει καμμιά καριέρα στα γράμματα. Κάτι δε φιλολογικές περισπούδαστες αναλύσεις περί του ύφους του εν λόγω ποιήματος ομολογώ πως τις διαβάζω με ενδιαφέρον μεν αλλά εντάξει, σκοτίστηκα κιόλας.
Μιλάμε για κομματάρα!
Είμαι βέβαιος ότι η κοπελιά είχε κέφια κείνο το βραδάκι, κελάηδαγε. Πήρε κι’ ο Γιώργος το μαντολίνο, το στυλό πώς το λένε, και την σιγοντάριζε.
That’s all!
Χειρ Γεωργίου Μακρή
Πνεύμα Λένα.
Τί μας τσαμπουνάνε τώρα οι αναλυτές…
Κι’ εμένα μου έχει συμβεί αυτό, πολλάκις, και με την Μαριγούλα και μ’ ένα σωρό άλλους φίλους. – Κάπως σαν μπάντα να πούμε.
Εμείς οι λίγοι κι’ εμείς!
Στο δρόμο που χάραξε ο Τζι Μπι Εμ!
Ουφ.
[Στην Αμαλία Ρούβαλη τ’ αφιερώνω τούτ’ το σημείωμα]