Επιλογή, επιμέλεια Νίκος Λέκκας
ΑΝΤΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
Ο ΑΛΕΞΗΣ ΤΡΑΙΑΝΟΣ ΣΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ
Έλα στο σπίτι να γράψουμε ποιήματα,
Με χίλια βιολιά να παίζουν αληθινό ροκ,
Η νύχτα διπλή δίχως σταθμό,
Μ’ όλα τα μίλια της μηχανής και του χρόνου στο φουλ
Έλα, με το τζιν να ποτίζει το μεδούλι του νου,
Έλα στο σπίτι να γράψουμε τρελλά ποιήματα,
Θυμάμαι που μού το ‘λέγες τόσες φορές
Και σ’ άκουγα στο βάθος της πολυκατοικίας
Οδός Βασιλίσσης Όλγας 118,
Με τα πατζούρια κλειστά, μέρα μεσημέρι,
Για να μην μπαίνει το φως του καλοκαιριού
Στο πικ απ ο Σαχτούρης να διαβάζει ποιήματα
Και εσύ να μεταφράζεις τους απόβλητους ποιητές σου,
Μαγεμένος πίνοντας μαγεμένος ως το άλλο πρωί,
Με τη ζέστη να ξεραίνει τις λέξεις μας
Με το μαγιό εσύ, με τους πόρους σου ανοικτούς
Για να μπαινοβγαίνει ελεύθερα το σκοτεινό αλκοόλ της μοίρας
Με το τηλέφωνο κατεβασμένο,
Σε πόναγε το κουδούνισμα απ΄ το υπερπέραν,
Στο μικρό χολ οι εφέστιοι θεοί σου μαχαιρωμένοι
Με το στιλέτο που έκοβες τις σελίδες και τις φέτες της ζωής σου,
Τ΄ άδεια μπουκάλια στο πάτωμα, σφυρίχτρες του θανάτου,
Μου τελείωσαν τα τσιγάρα, μου τέλειωσαν οι στίχοι,
Έλα να γράψουμε άλλα ποιήματα
Έχω Johnie Walker σήμερα,
Με πήρες προχθές τηλέφωνο εδώ στο Μανχάταν,
Μου’ πες θα’ ρθεις Χριστούγεννα
Κι εγώ σε πήρα όπως πάντα στα σοβαρά,
Θα’ χουν μεγαλώσει πολύ τα γένια σου
Θα ‘ χεις γκριζάρει κι εσύ Αλέξη,
Θα πάμε βόλτα στην Πέμπτη λεωφόρο
Δε θα βρέξει καθόλου εφέτος, στ’ ορκίζομαι Αλέξη,
Δε θα λιώσουν πότε τα χέρια σου και τα ποιήματά σου,
Νόμιζα ότι σε είδα χτες στο δρόμο,
Ότι μου ‘ κάνες τάχα έκπλήξη
Κι έψαχνες να με βρεις στην πόλη.
Φώναξα, τράβήξα κάποιον απ’ τον ώμο
Γύρισε και με κοίταξε ένα μελαχρινό αγόρι
Είχε τα μάτια σου,
Αλέξη πάρε με στο τηλέφωνο
Για να χω έτοιμο το καλύτερο ουίσκυ που κυλλά εδώ
Θα φτιάξω και το μαγνητόφωνο για να μου διαβάσεις
Τα καινούρια σου ποιήματα, αυτά που λες
Τα «πέντε χρόνια στο σκοτάδι»,
Θα φτιάξω και το μικρό μου τρένο
Για να γυρίσουμε πίσω μαζί στην Σαλονίκη.
25 Δεκεμβρίου 1985.
Από την συλλογή «ΜΙΚΡΕΣ ΗΜΕΡΕΣ» 1973
Μία ζωή γέμισα μια ζωή γεμάτη ινδάλματα
Βιαστικό πέρασμα της ορφανής μουσικής
Ανάμεσα στα πιο λευκά οστά
Εκεί που πάγωναν τα κρύσταλλα
Κι αρχίζανε τα μάτια να θυμούνται
Τυχαία πρόσωπα ολότελα τυχαία
Εκεί που κλείστηκαν οι πεθαμένοι
Βαλμένοι σε μια πέτρα σε μια κίνηση
Αποκοιμίζοντας τον έρωτα σε άλλα γόνατα
Σάρκα στυφή κομμένη από σώματα που έγερναν
Σε χρώματα ηλιακά μέρες και δρόμους
ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΡΟΣΤΑΝ
Χρώματα μέρες που έζησα
Κλείνουν οι δρόμοι ένας ένας
Κλείνουμε πίσω
Πίσω απ’ τα κουρασμένα πόδια μας
Με τα χλωμά παράθυρα με τα φτωχά ινδάλματα
Λόγχη του χρόνου ικρίωμα του καιρού
Κλείνουν τα πρόσωπα τα μάτια μέσα μου
Βαραίνω
Πως χώρεσαν
Πως χώρεσαν όλα μέσα μου μ’ αγάπη
ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ
Ανεβαίνουν κάποτε όλα την κοφτερή στιγμή του φωτός
Σποράδες βράχων γυμνών στη γαλάζια διάρκεια
Αλατισμένα νησιά κόκκινα ίσαλα
Σκαπανεβάσματα πουλιών μέσα στη χίμαιρα
Μέσα στην ορθωμένη στιγμή του φωτοβόλου κενού
Τα χέρια σου ακούμπησαν για μια στιγμή
Για μια μόνο στιγμή το διαβατικό κύκλωμα
Το κοκάλιασμα της μέρας
Το κοκάλιασμα της ορμής της μέρας
Κάτω από τους τυφλωμένους αστερισμούς
Σκισμένα στόματα σχεδιασμένα στο σκούρο γρανίτη
Τον αμνημόνέυτο χρόνο του χρόνου
Εδώ ανάμεσα μακρύτερα και κοντά μας
Νήσος τις εστίν επί κυμάτων θαλάσσης
Νησός τις εστίν επί κυμάτων
Νήσος τις εστί
Και τα χέρια σου στο νησί πάνω του γύρω του
Ακόμα πιο βαθιά μέσα του σε ερείπια σεισμών
Όπως το ποίημα πιάνοντάς το να ξεφεύγει
Ή το ψάρι σ’ ένα πέρασμα σιωπής
Προσπαθώντας να σηκωθείς όχι μόνο τη λέξη
Όχι τη λέξη δέντρο αλλά το ίδιο το δέντρο
Όχι τη λέξη αγάπη μα την αγάπη
Απομεινάρι τραυματισμένο φτωχό θρύψαλο
Ανθρωπότητας μερμηγκιών
Φαγγωμένες κατατομές γυναικών που ναυάγησαν
Απ’ τα πρώτα τους χρόνια σ’ αφόρητη θλίψη
Για μια ξένη υπόθεση ή έστω δικιά τους
Για το τίποτα έστω στο έμπα της μέρας
Στο έμπα της νύχτας, στο έμπα του κόσμου
Μές απ’ τη λεωφόρο των Πελάσγων
Κακοτράχαλη σε στεριά και σε θάλασσα
Ταξιδεύοντας από βορινά σημάδια
Άστρα και ζώα πανάρχαια
Και πολύχρωμα πλοία σ’ Αιγαία λιμάνια
Ξαναζείς τη στιγμή στον πολλαπλασιασμό του κενού
Μέσα σ’ αυτό το φως τ’ απόκρήμνο που σε τυλίγει
Δίχως μετά και πριν στεγνή στιγμή
Μέσα στους κόλπους του άχρόνου
Τέλος κι αρχή σου
ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΜΕΡΕΣ
Καλοκαίρι στεγνό κίτρινο
Φωλιασμένο στις ρυτίδες των πεύκων
Φωλιασμένο πάλι και πάλι φορώντας το χρόνο
Απουσία και νύχτα
Προσωπείο χλωμό και κερί μες στη σκυμμένη αγάπη
Προσωπείο κλεισμένο σε μελανές κάμαρες
Βλέποντας τα δέντρα του λωτού να ψηλώνουν
Σε μελανές κάμαρες τους λωτούς να πληθαίνουν
Ανάστημα από σιωπή
Δάπεδο φυτεμένο της απομόνωση
Έπειτα τόσες φορές πέρασε
Εκείνος ο δυνατός άνεμος
Γκρέμισε αρκετά δέντρα άλλα μαράθηκαν
Ήρθε η μνήμη γυναίκα γυμνή
Ξεσεπάζοντας ένα χώρο από καθρέφτες
Αρχίζοντας το παιχνίδι
Που προσπαθούμε να συκολλήσουμε
Μικρά μικρά κομματάκια τις χαμένες μας μέρες
Όλο σκόνη και στάχτη
Παίζουμε πάντα το ίδιο παιχνίδι
Χρώματα φωτεινά χρώματα θαμπωμένα
Κεδρίζοντας ακίνητοι ανέκφραστοι
Το βαρύ νόημα να υπάρχουμε
Μέρες ματωμένες από ράμφη πουλιών
Ριγώνοντας την ζωή μας
Οι μικρές μέρες χωράν μεγάλες λύπες
ΘΑΝΑΤΟΨΙΣ
ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ
Αυτά τα ερείπια είναι κομμένα φτερά
Αυτόν τον μισόν άνθρωπο άφησε ο σεισμός σου ψυχή μου
Η πυρκαγιά σου αναμμένη από χιλιάδες μοναχικά άστρα
Αν τώρα τούτη η πέτρα είναι το ποίημα της ζωής σου
Αν τώρα τούτη η πέτρα είναι
Η σκοτισμένη κλειστή κάμαρα
Τα χαλασμένα σου χρόνια
Αν τώρα τούτη η πέτρα είναι
Το σώμα όπου είδες να πέφτουν
Ένα ένα όλα τα φύλλα ή άλλη σου γύμνια
Τότε ξέρεις πως ότι έδωσες σε σένα δόθηκε
Ότι χάθηκε μέσα σου χάθηκε
Ότι είναι να φύγει από σένα θα φύγει
Τότε ξέρεις την περιπέτεια του αίματος
Το δυσοίωνο μέτρημα των σφυγμών
Το μάτι σου που μεγαλώνει να χωρέσει τον κόσμο
Ο κόσμος μίκρυνε χάθηκε
Όχι μόνον εσύ μικρύνες
Μόνον εσύ αδυνάτισες
Μόνον εσύ χάθηκες
Και δεν μπορείς να σηκώσεις τίποτα
Κι έγινε η καρδιά σου κουρέλι κόκκινο
Ανε3μισμένο απ’ τα σκοτάδια
Κι έγινε πλάνη εξαίσια στη φωλιά των κοκάλων
Αθωότητα αποσπασμένη και πεταμένη
Στη σκληρή θάλασσα και τα σκληρά λιθάρια
Φωνή της θλιψης καλώντας για μεταμόρφωση
Καλώντας μ’ ένα χέρι μικρού παιδιού
Να αποτραβήξουν από δω αυτό το μουντό φως
Να το πάρουν να το σηκώσουν
Για να μπορέσεις να ξεπεταχτείς
Ν’ αλλάζεις να διχτείς
ΘΑΝΑΤΟΨΙΣ
Ώρες των ματιών κοιτάζοντας μέσα στο ψύχος
Ένα θάνατο τον ανθρώπινο θάνατο
Να πεθαίνουμε είδαμε πως γίνεται να πεθαίνουμε
Σ’ ένα ρηχό προσωπικό πιο χαμηλά κι απ’ τα χόρτα
Ήταν η ανάγκη
Ανάμεσα σ’ εκείνους που πέθαναν το δικό μου θάνατο
Κι εκείνους που πέθαναν ένα ξένο θάνατο
Ήταν η ανάγκη
Γι’ αυτό το ταξίδι το κομμάτιασμα
Να βρεις τη ζωή και το θάνατο το δικό σου
Εσύ πού πνιγμένος ήσουν έρχεσαι και κάθεσαι
Σ’ αυτό το κάθισμα το πέτρινο το γλυμμένο απ’ το αλάτι
Σώμα βαρύ βουλιαγμένο ανάμεσα στα πρώτα όστρακα
Στα πρώτα θαλασσινά κοχύλια
Και το πρόσωπό σου κενό μουσικής ποντισμένης στο χάος
Εκείνο που μας δέχεται μόνο γυμνούς
Και τα λόγια σου στάζοντας σαν το λιωμένο κερί
Βαθιά μες στις μασχάλες πίκρα πενία και ντροπή
Βαθιά μέσα σε μια σχισμή αρμών εξαρθρωμένων
Ανοίγοντας μες στο ακύμαντο γαλάζιο χέρια ακύμαντα
Έπειτα ήρθε τ’ απομεσήμερο όλο φως και κούραση
Ακίνητο μ’ ένα πουλί που βάθαινε στον ουρανό
Ραγίζοντας προς το σούρουπο τα ακύμαντα χέρια σου
Και το σβησμένο σου πρόσωπο
Και τα σημάδια των ποδιών σου
Κάτω από ναν ήχο ωρών εσπερινών
Πως γίνεται
Κι όμως πεθάναμε για γεννηθεί ο θεός μας
Πέφτοντας μέσα στη νύχτα απ’ το πιο μυτερό μεσημέρι
Άστρα σαν τα νησιά μια νύχτα φυγής
Σ’ αυτό το ψύχος το σκοτάδι τη σιωπή
Στο πουθενά τούτο
Κάνει κρύο μες στο σκοτάδι σε τούτα τα κλίματα
Και η ατέλειωτη άμμος ασπρίζει σαν χιόνι
Θα κρυώνεις τα ακύμαντα χέρια σου
Το σβησμένο σου πρόσωπο
Θα πεθαίνεις τόσες φορές σ’ έναν άλλον
Κι αυτός άλλες τόσες φορές μέσα σε σένα
Και δεν θα χεις το θάνατο μέσα σου
Και Δε θα χεις φωνή μήτε κι άνεμο
Για τα ακύμαντα χέρια σου
Να καρφώσεις το αίμα που τρέχει
ΥΔΡΙΑ
[ κάθονται μες στα σβησμένα ρούχα τους]
Κάθονται μες στα σβησμένα ρούχα τους
Μ΄ ένα συντρίμμι άνεμο απλοχεριά της νύχτας
Κάθονται και κοιτάζουν
Ακουμπισμένη σε ένα ψιλό παράθυρο
Μαζεύοντας το κακό πυρετό
Π΄ ανθίζει όταν εκείνοι έχουν πιά φύγει
Δίχως να επιστρέψουν ποτέ τον εαυτό τους
Να κατοικήσουν πάλι τα χέρια τους
Ίχνη πουλιών χαμένων σ΄ άλλους ουρανούς
Η ΚΛΕΨΥΔΡΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΤΑΧΤΕΣ 1975
ΡΟΖ
Στα τριάντα μου χρόνια
Που όλες τις ντροπές κατάπια
Θα μείνουμε έτσι χωρίς να μιλάμε
Ψυχή με ψυχή χέρι με χέρι
Μάτια μέσα στα μάτια των πραγμάτων στα μάτια σου
Φώτα σημάδια του άλλου κόσμου
Φώτα σποραδικά μες στις ηλεκτρικές σου μνήμες
Κι η νύχτα αμφίβολη ριγμένη απ’ τα σκοτάδια
Κι εσύ ολάκερος μες στο ταξίδι και απόμερος
Σε μια γωνιά στις θάλασσας τα βράχια
Κι ήρθα σε βρήκα με τα τριάντα χρόνια σαν αργύρια
Νύχτα του Οκτώμβη ξεβρασμένη πάνω μας ήταν
Θα μείνεις Πάντα έτσι ζοφερός κι απόμακρος
Θα μείνεις έτσι σε τούτο το κομμάτι της ζωής τα� απόμερο
Το σπίτι σου θα ζει πάνω στη θάλασσα
Νύχτα μέσα στη νύχτα τη νύχτα σου
Και το παράθυρό σου ανοιχτό στη νύχτα σου στη θάλασσα
Εκεί που ένα σώμα να πέσει μπορεί σχεδόν αθόρυβα
Όπου αθόρυβα έπεσε μια καρέκλα
Ένα μακρύ φόρεμα και χάθηκε
Κι ίσως εγώ μονάχα το θυμάμαι
Κι ίσως εγώ μονάχα να θυμάμαι το ροζ δωμάτιο
Τη ροζ καρέκλα τη ροζ θεία με το ροζ φόρεμα
Που ήταν όμορφη κάποτε γύρω στα τριάντα
Με μια παράφορη αγάπή για τους τεράστιους καθρέφτες
Ανοίγοντας ένα φως ροζ μες την ροζ σάρκα της
Που αγκάλιασα σχεδόν ντροπή κι επιθυμία σμίγοντας μαζί
Έξι χρονώ επιθυμία και ντροπή
Καθώς ακούμπήσε σε μια παράμερη καρέκλα
Ένα μακρύ φόρεμα ροζ
Κι έπεσε στο κρεβάτι δίπλα μου
Όταν η μητέρα είχε πια φύγει δεν ξέρω γιατί
Θυμάμαι το ζεστό κρεβάτι και τα χείλια που κάρπιζαν
Στο χαμηλό φως ροζ θυμάμαι
Λόγια δεν μείναν
Χείλια μόνο στο κάρπισμά τους
Κι ήρθε ο καιρός που να θυμάσαι πρέπει
Τις ίδιες γραμμές σ’ ένα κορμί που αλλάζει
Μ’ απελπισία και εγκαρτέρηση
Της απελπισία μέσα στην εγκαρτέρηση
Στην απελπισία την εγκαρτέρηση βαστώντας
Ένα χτικιό φεγγάρι αλλοπρόσαλλο
Απ το σκορπιό του Οκτώβρη δαγκωμένο
Κι ίσως τα αστέρια του Σκορπιού
Που απλώσανε στην πλάτη σου
Την πιο ωραία νύχτα και τη διώξανε
Ίσως τα αστέρια εκείνα να μιλήσουν
Για την πληγή και για το έλκος της ντροπής
Τα τυφλωμένα μάτια τα κλειστά
Κάτω από τόση θάλασσα και τόση τρικυμία
Για το ανίδεο χέρι
Κι ας φτάσει ο βίος μου.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΧΟΙΝΙ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ
Προσπαθώ το ποίημα δίχως αέρα
Το μάτι που σκίζεται τον απέραντο χώρο
Πουλιά του τενεκέ του ανέμου
Κι όπου θέλει ο άνεμος τώρα
Τα γυμνά πριν απ’ το πριν όλα
Προσπαθώ από πέρυσι πρόπερσι
Από έναν κάποτε χρόνο
Ένα ποίημα απρόοπτο προσπαθώ
Τελευταίο σκοινί στο λαιμό οι μικροί θάνατοι κι ο παλιός τρελός
Εγώ να θυμάμαι εδώ
Μόνο η νύχτα τρέμει πάνω απ΄τα κόκαλα
Ενός παπά ο πιο μαύρος ψαλμός
Το καθετί ένα μικρό κτήνος με φόβο ερχόταν πάνω μου
Κύματα ρημαγμένου φεγγαριού και άγρια γέλια Σα λεκέδες
Και πάλι κύματα και αγρία γέλια μέσα σε νταντέλες
Έπειτα πέθανα σ’ ένα δωμάτιο
Ο χώρος ήταν κάτι Σα μπλε που σερνόταν
Ιδίως άσπρός μετά το φόνο
Μια γυναίκα ξεκίναγε τραγούδια απ’ τα χέρια μόνο
Τα έπαιρνε μετά και τα έβαζε μέσα στο στόμα
Προσπάθησα πόσο προσπάθησα
Τα τραγούδια χάθηκαν οι κουρτίνες κιτρίνισαν
Το πρόσωπό μου ξέρω δεν θα το βρω
Άδειος και κούφιος μέσα στα μεσημέρια θα περπατώ
Μονάχος πια θα ταξιδέψω
Λίγο να νιώσω ανθρώπων ομιλίες
Μέσα σε καφενεία σε οίκους ανοχής σε τρένα.
ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ
Ανεβοκατεβαίνω αυτό το ήρεμο γκρίζο
Τσιγάρα και συνήθειες του χειμώνα
Προφέροντας το όνομά σου κοιτάζοντας τη φωτογραφία σου
Με το γέλιο σου να κουνιέται πίσω από το οινόπνεύμα της λάμπας
Μερικά χρόνια προτού πεθάνεις από το ίδιο σου το χέρι
Απ΄τα φύλλα μου λείπει το χαρτί που μου κλέψανε
Πρέπει να σε κουβαλήσω από κει που ήσουν
Με ένα γυμνό λαμπτήρα μέσα σε κάθε μάτι
Το άσχημο φως της κατοχής σου
Τώρα ξέρω αυτό το φως πίσω από κάθε άγαλμα
Μα ποιος του κόλλησε αυτά τα άσπρα μαλλιά
άφησε με να επισκευάσω τις λέξεις μου εσένα το βλέμμα μου
Είδα ήτανε μια προσωπίδα τρομερή μέσα στη ζωή
Καθένας μας με ένα κουτί και το κεφάλι του μέσα
Όχι Δε θα έρθει κάνεις
Μη γελάς κι ας ήμαστε εδώ σ΄αυτό το κλειστό σταθμό
Δίπλα στη θάλασσα κάτι θέλοντας να πω
Όπως θα ήθελα να το πω και δεν είναι
Και παρασέρνει Σα σκοινί το πρόσωπό μου
Μπροστά στο λάκκο με το αλάτι και το ξύδι
Αφήσε με να μη σου μιλώ λοιπόν
Ήμασταν το ζευγάρι που δεν έχει που να πάει πια
Το τρένο έφυγε όπως στο σινεμά
Μπορεις να κρυφτείς στην τουαλέτα όλο το βράδι
Για να το δεις να φεύγει πια
Έγινε ο κόσμος για να βλεπόμαστε μισοί μες στσο χαμό
Σαν ένα μισοφώτιστο πορνό
Μυαλό που αχνίζει ποίηση και αλκοόλ
Τα μάτια μου τα εμποδίζουνε οι προβολείς
Μιας χώρας που λιώνει στο σπριπ τιζ
Ανεβαίνω αυτό το ήρεμο γκρίζο
Συχωρέθηκα σε μια λέξη
Προφέροντας τα’ όνομά σου κοιτάζοντας τη φωτογραφία σου
Μερικά χρόνια προτού πεθάνεις απ το ίδιο σου το χέρι
Το γκάζι μιλά καλύτερα απ’ τη σιωπή ή τους ανθρώπους
Μυρίζει όταν κανένας δεν έρχεται να μυρίσεις
Το ανοίγεις εσύ ή οι άλλοι για σένα ή για τους άλλους
Ένα ουδέτερο ρύγχος ίσως απ’ το ταβάνι
Ρύγχη λουλουδιών γκάζι λουλουδιών
Πολιορκούσαν το αίμα σου άφαντο
Μελανιασμένο σ’ ένα χαρτί της νύχτας
Ή στις 4 το πρωί ανάθεμα της ποίησης
Της σφιγμένης γροθιάς πάνω στο άπλέτο μαύρο
Εκεί που σκόνταφταν τα μάτια σου προορισμός υακίνθων
Κάνοντάς το πάλι
Νόημα των λέξεων νοήμα ματιών απονενοημένων
Χείλια του ποτέ πια
Στις 4 το πρωί με τις άσπρες κλεψύδρες του γαλατά
Ή αιώνια ώρα στο φιλντισένιο κορμί σου
Στο υγιεινό δωμάτιο με το κλάμα και τους καπνούς
Τους στίχους της σήψης ναυαγισμένους γύρω απ το αμπαζούρ
Και το ποίημα ανάποδο
Να πηγαινοέρχεται απ’ τη κρεβατοκάμαρα στην κουζίνα
Ανασταινόσουν και πέθαινες Λαίδη Λαζάρου
ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΕΛΠΗΝΟΡΑ 1984
ΦΥΛΑΚΑΣ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
εκδόσεις Πλέθρον, 1991, Φροντίδι Στέφανου Μπεκατώρου και Αλέξη Ζήρα
Μέρες σέρνοντας πίσω τους
άδεια περίεργα αντικείμενα
Ώστε να ζεις πάλι τα πράγματα
Απ’ όπου κάποτε αναχωρήσεις για πάντα
Βρόμικα παγωμένα νερά
Σκόνη νεκρών αετών βαθιά
Σε τεράστια κοιμισμένα κτίρια
Το απογχονισμένο τοπίο κι η φρίκη του
Με τους τέσσερις τοίχους του ορίζοντα
Να κλείνει το πρωινό
Γκρίζα κηλίδα μέσα στο μάτι σου
Ν’ ανοίγει καφενείο η πληγή
Για να μοιράσεις ξανά τα χαρτιά σου
Στο τίποτα
Αδόλφε παλιέ αδερφέ του Θανάτου
Σε μαγαζί στη στοά
Στο πάτωμα πριονίδια
Και μια μαύρη γριά
Μ’ έναν αργό μπόγο μοναξιάς
Σε μια δίχως τέλος και αρχή
Τρίτης κατηγορίας ιστορία
Όπου εσύ πεθαμένος θαμώνας
Ξύνεις τα μολύβια σου
Ξύνεις τα χρόνια σου
Ξύνεις τον εγκέφαλο
Όλων αυτών των τρελών
Να δεις αν μπορούν να ξεχωρίσουν
Μερικά βασικά χρώματα
Ίσως να γράψεις το αριστούργημά σου
Σ’ ένα κοσμικό ψυχιατρείο
Να κοιτάς συνέχεια το χειμώνα
Βέβαια καθόλου παράξενο
Αφού σε τόσες περιπτώσεις
Μ’ αυτό το αφηνιασμένο
Απ’ την αιμορραγία αίμα σου
Κατορθώνεις την πτώση
Έτσι
Που με τα μάτια σου της νυχτερίδας
Ακουμπάς το σκοτάδι
Και με τα δάχτυλά σου της νυχτερίδας
Περπατάς περπαπάς
Μέσα στις φέτες του καλοριφέρ
Που τόσα καλοκαίρια έχεις φωλιάσει
Νιώθεις έτσι το κρότο τις νύχτας
Ήσυχη μες στα έπιπλα πλήξη
Εσύ που θα φύγεις
Με τα πρώτα σκουπίδια
Τα αποτσίγαρα τα άδεια μπουκάλια
Τα ξεραμένα λουλούδια
Φύλακας ερειπίων
Βαλμένος κι εσύ σε μια νάιλον σακούλα
Με μια υποψία πως κλέφτες θα έρθουν
Για αυτά τα λείψανα έστω
Κι αυτό το μακρύ
Κίτρινο
Χαλασμένο δόντι
Του ηλίου
Ο Αλέξης Τραϊανός είναι πάντα εδώ, μαζί μας…
”Προσπαθώντας να σηκωθείς όχι μόνο τη λέξη
Όχι τη λέξη δέντρο αλλά το ίδιο το δέντρο
Όχι τη λέξη αγάπη μα την αγάπη”
Μου κάνει εντύπωση, πόσα, 2-3 χρόνια εδώ, κι ούτε ένα δεύτερο σχόλιο….
Κι όσοι τον παρακάμπτουν όσοι δεν τον θεωρούν καν ποιητή, λίγο χρόνο να δώσουν,- νεκρός είναι, δεν απαντά-, να πουν γιατί.
Κι όλοι οι επίγονοι, νόθοι και νόμιμοι
τί έγινε; Αποποίηση κληρονομίας;
Ο φύλακας αυτός των ερειπείων είναι όντως πάντα εδώ.
Ο Αλέξης Τραϊανός έδωσε στην ποίηση ακριβώς αυτό. Τη σιωπή και την απόσταση που της πρέπουν.
[…] Ήταν η ανάγκη
Γιʼ αυτό το ταξίδι το κομμάτιασμα
Να βρεις τη ζωή και το θάνατο το δικό σου.
δεν τον γνώριζα…τι κρίμα. Ασχολούμαι χρόνια με τη ποίηση,την αγαπώ.Τα πάντα γύρω μας,αν μπορείς να τα δεις είναι ποίηση.Και τα όμορφα και τα άσχημα που συμβαίνουν…κι όλα τα διάβασα σ’αυτόν το μεγάλο ποιητή….που αποφάσισε νέος να φύγει στα 36 του…όπως και η δική μου Μάρθα στα 25 της…πού το βρίσκουν αυτό το θάρρος και πηδάνε το φράχτη…και φεύγουν? δεν μπορώ να το καταλάβω.ΑΓΓΕΛΟΣ