Giacomo Leopardi, poems in greek
Translated by Sotirios Pastakas

giacomo-leopardi.jpg

To Άπειρο

Ανέκαθεν μου ήταν αγαπητός αυτός ο έρημος
λόφος κι αυτός ο φράχτης που από ένα μεγάλο
τμήμα του μακρινού ορίζοντα τη θέα μου αποκρύβει.
Καθισμένος όμως εδώ κι ατενίζοντας απέραντα
διαστήματα πέρα απʼ αυτόν, απόκοσμη σιωπή
και βαθύτατη ηρεμία δημιουργώ με τις σκέψεις μου,
όπου ως εκ θαύματος δεν χάνομαι κι ο ίδιος. Μόλις
ακούω τον άνεμο να βουίζει ανάμεσα στα φυτά,
εκείνη την άφατη σιωπή με αυτό το θρόισμα
συγκρίνω: κι αναπολώ την αιωνιότητα, τις περασμένες
εποχές και τους ζωντανούς ρυθμούς του παρόντος,
με τον εφήμερο θόρυβό τους. Έτσι, σε αυτήν
την απεραντοσύνη πνίγεται η σκέψη μου: και μου είναι
ευχάριστο να ναυαγώ μέσα σε αυτή τη θάλασσα.

Το βράδυ της γιορτής

Γλυκιά και φωτεινή είναι η νύχτα
δίχως άνεμο και ήσυχη πάνω στις σκεπές
ανάμεσα στα περιβόλια κάθεται η σελήνη,
από μακριά αποκαλύπτοντας γαλήνια τα βουνά.
Δέσποινά μου, ήδη έχουν σιγήσει οι δρόμοι
και φώτα λιγοστά φέγγουν απʼ τα μπαλκόνια:
κοιμάσαι, ευθύς σε πήρε ο ύπνος
στα σιωπηλά σου δώματα κι έγνοια καμιά
δεν σε δαγκώνει, χωρίς να ξέρεις και χωρίς
να σκέπτεσαι τι πληγή μου άνοιξες στα στήθη.
Κοιμήσου, εσύ: αυτόν τον ουρανό εγώ,
που δείχνει τόσο αθώος, να χαιρετήσω βγαίνω,
την αιώνια και παντοδύναμη φύση
που μʼ έπλασε για την οδύνη. Σου αρνούμαι
την ελπίδα, μου λεει, ως και την ελπίδα:
να μην λάμπουν τα μάτια σου παρά μόνον
στα δάκρυα. Ημέρα γιορτής η σήμερον: αναπαύεσαι
τώρα, κι ίσως σαν όνειρο περνά απʼ το μυαλό σου,
σε πόσους άρεσες και πόσοι σου άρεσαν:
εμένα, όχι δεν τολμώ να ελπίσω πως με σκέπτεσαι.
Αναρωτιέμαι ωστόσο, πόσο μου απομένει
να ζήσω κι εδώ χάμω κυλιέμαι, φωνάζω
και τρέμω. Ω, φρικτές ημέρες
της τρυφερής ηλικίας! Αχ, ακούω
να πλησιάζει ήδη, το μοναχικό άσμα του τεχνίτη
που επιστρέφει προχωρημένα μεσάνυχτα
μετά τη διασκέδαση, στο φτωχικό του σπίτι:
ανελέητα σφίγγεται η καρδιά μου, στη σκέψη
πως όλα περνούν σε αυτόν τον κόσμο,
χωρίς σχεδόν να αφήσουν ίχνος. Ιδού,
πέρασε κι η γιορτή, μετά τη σχόλη έρχεται
η καθημερινή και κάθε ανθρώπινο συμβάν
ο χρόνος παρασέρνει. Πουʼναι τώρα,
ο ήχος των αρχαίων λαών; Πουʼναι οι φωνές
των ξακουστών προγόνων μας; η μεγάλη
αυτοκρατορία κάποιας Ρώμης, τα άρματα
και οι κλαγγές που απλώθηκαν πάνω σε γη και θάλασσες;

Όλα ησυχάζουν και σιωπούν, ο κόσμος αναπαύεται,
κανενός τη σκέψη πλέον δεν απασχολούν…
Στα παιδικά μου χρόνια, λαχταρούσα να έρθει
κάποια γιορτή κι όταν περνούσε, όπως η σημερινή
γεμάτος αγωνία κι άγρυπνος ταλαιπωρούσα
τις κουβέρτες: νύχτα προχωρημένη, ένα τραγούδι
που αντηχούσε στους δρόμους κι αργόσβηνε
όπως και τώρα, αιχμάλωτη κρατούσε την καρδιά μου.

Εις Εαυτόν

Τώρα θα ησυχάσεις για πάντα,
κουρασμένη καρδιά μου. Χάθηκε
κι η τελευταία αυταπάτη, που την είχα
γιʼ αθάνατη. Χάθηκε. Καλά το ξέρω
πως μέσα μας για τις γλυκές πλάνες,
όχι μόνον η ελπίδα αλλά κι ο πόθος έχει σβήσει.
Αναπαύσου για πάντα. Αρκετά
καρδιοχτύπησες. Τίποτα δεν αξίζει
τους παλμούς σου, ούτε η γη
είναι άξια στεναγμών. Πίκρα και πλήξη
η ζωή και τίποτε άλλο: ο κόσμος όλος, λάσπη.
Ηρέμησε πια. Ας είναι αυτός ο τελευταίος
καημός σου: στο γένος μας η μοίρα
μόνον το θάνατο χαρίζει. Τώρα πια περιφρόνησε
τον εαυτό σου, τη φύση, τη σκληρή εξουσία
που τον κοινό μας αφανισμό στα κρυφά επεξεργάζεται,
και την άπειρη ματαιότητα των πάντων.